- μερμέριος
- μερμέριος, -ία, -ον (Α)βλ. μέρμερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μερμέρια — μερμέριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να … Dictionary of Greek